Αντίγραφο του λίθου X, ο οποίος βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Τρεις ιππείς, ντυμένοι με κοντό χιτώνα, θώρακα, χλαμύδα και εμβάδες, καλπάζουν ζωηρά, με τους δύο πρώτους να καλύπτονται από τα άλογα των συντρόφων τους. Κρατούν σφιχτά τα, άλλοτε χάλκινα, χαλινάρια, που ήταν προσαρμοσμένα στις οπές που ανοίγονται στα κεφάλια των αλόγων. Τα άλογα έχουν τα μπροστινά πόδια ανασηκωμένα ενώ στις κοντές, συμπαγείς χαίτες τους, οι λεπτομέρειες του τριχώματος θα αποδίδονταν ζωγραφιστά. Το άλογο του πρώτου ιππέα συνεχίζεται στον λίθο ΧΙ (Ακρ. 4865).
Στη νότια ζωφόρο η πομπή κινείται στην οδό των Παναθηναίων. Προπορεύονται νέοι που οδηγούν στη θυσία νεαρές αγελάδες και ακολουθούν άλλοι, που κουβαλούν προσφορές. Πίσω τους έρχονται μουσικοί με κιθάρες, αξιωματούχοι με κλαδιά ελιάς στα χέρια, έντεκα άρματα που συμμετέχουν σε ιππικό αγώνισμα και τέλος εξήντα ιππείς χωρισμένοι σε δέκα ομάδες.
Η νότια ζωφόρος σώζεται αποσπασματικά μετά την ανατίναξη του Παρθενώνα από τους Βενετούς του στρατηγού Francesco Morosini το 1687, που έπληξε κυρίως το μέσον των μακρών πλευρών του ναού. Πολύτιμη πηγή για την κατανόηση ορισμένων τμημάτων (λίθοι XX – XXXVIII) αποτελούν τα σχέδια που αποδίδονται στον ζωγράφο Jacques Carrey, ο οποίος επισκέφτηκε την Ακρόπολη το 1674, δεκατρία μόλις χρόνια πριν από τον βομβαρδισμό του Morosini. Τρεις λίθοι (XXII, XXX και XXXVIII) είχαν ήδη χαθεί, καθώς αποσπάστηκαν κατά τις εργασίες μετασκευής του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία, για να ανοιχτούν στη θέση τους παράθυρα.
Το αρχικό μήκος της νότιας ζωφόρου ήταν 58,70 μέτρα και αποτελούνταν από 47 λίθους. Σήμερα οι λίθοι που διασώθηκαν είναι μοιρασμένοι ανάμεσα στο Μουσείο της Ακρόπολης και στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, στο οποίο κατέληξαν μετά την αφαίρεσή τους από τον Thomas Bruce, λόρδο του Elgin, το 1801-1804, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταφορά, τα συνεργεία του λόρδου του Elgin απέσπασαν με πριόνι ή λοστούς μόνο την εξωτερική όψη με τις ανάγλυφες παραστάσεις. Στο Μουσείο Ακρόπολης έχουν τοποθετηθεί τα γύψινα αντίγραφά τους, με προσαρμοσμένα κάποια θραύσματα που, καθώς είχαν πέσει από το μνημείο, διέφυγαν της αρπαγής.
Pαγκαβής, A., Σύνοψις των Πρακτικών της Aρχαιολογικής Eταιρείας των Aθηνών: ανατύπωση τευχών 1-6 και δημοσίευση των Πρακτικών των ετών 1837-1846/7, β΄ έκδοση, 1846, σελ. 204, 298, 306-312 Jenkins, I., «Acquisition and Supply of Casts of the Parthenon Sculptures by the British Museum, 1835-1939», Annual of the British School at Athens 85, 1990, σελ. 90, 106-108 Mαλλούχου-Tufano, Φ., H αναστήλωση των αρχαίων μνημείων στην Eλλάδα (1834-1939). Το έργο της εν Aθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας και της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας. Β΄ έκδοση, Αθήνα, 2008, σελ. 32-33, 299-300 Μανιδάκη, Β., «Η αντικατάσταση των γλυπτικών αρχιτεκτονικών μελών στα μνημεία της Ακρόπολης. Εκμαγεία, αντίγραφα και αυθεντικά μέλη», Τεχνικές Αναστήλωσης, υλικά και προβλήματα εφαρμογής, Πρακτικά Ημερίδας, Εταιρεία έρευνας και προώθησης της επιστημονικής αναστήλωσης των μνημείων (ΕΤΕΠΑΜ), Θεσσαλονίκη 20/11/2010, ψηφιακός δίσκος, 2010, σελ. 1, 3 και υποσημ. 5